- δασιά
- η και δασιά επίρρ.βλ. δασύς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Nördliche Sporaden — (Βόρειες Σποράδες) Lage der Inseln Gewässer Ägäisches Meer … Deutsch Wikipedia
δάσοφρυς — ( υος), υ (Α) αυτός που έχει δασιά ή πυκνά φρύδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + οφρύς «φρύδι»] … Dictionary of Greek
δασύς — εία, ύ και δασός, ιά, ό (AM δασύς, εῑα, ύ) 1. 1. τριχωτός, μαλλιαρός 2. πυκνός 3. (για φυτά) πυκνόφυλλος, φουντωτός 4. (για τόπους) θαμνώδης, με πυκνή βλάστηση 5. (για φθόγγους και λέξεις) αυτός που προφέρεται και γράφεται με δασύ πνεύμα, με… … Dictionary of Greek
πλατάνι — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Άργους, του νομού Αργολίδας. 2. Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ.), στην πρώην επαρχία Πάτρας, του νομού Αχαΐας. * * * το, Ν ο πλάτανος («κάτω στα δασιά… … Dictionary of Greek
σκόπελος — I Ημιορεινός οικισμός (1861 κάτ., υψόμ. 150), στην επαρχία Μυτιλήνης, του νομού Λέσβου. Βρίσκεται στα νότια του νομού και της επαρχίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (42 τ. χλμ., 2006 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι… … Dictionary of Greek
δασύς, -ιά, -ύ — 1. μαλλιαρός, δασύτριχος: Το δασύ στήθος του φαινόταν καθαρά μέσα από το ξεκούμπωτο πουκάμισο. 2. πυκνός, πυκνόφυλλος, παχύς: Σήκωσε με απορία τα δασιά του φρύδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ολόσκεπος — ολόσκεπος, η, ο και ολοσκέπαστος, η, ο ο ολότελα σκεπασμένος, στεγασμένος: Να και το Νήριτο βουνό, ολόσκεπο από δάσια (Οδύσσεια, μτφρ. Σίδερη) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)